τηλεργασία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From τηλ(ε)- (til(e)-, far, tele-) +‎ εργασία (ergasía, job, profession, work), calque of French télétravail or calque of English teleworking.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ti.leɾ.ɣaˈsi.a/
  • Hyphenation: τη‧λερ‧γα‧σί‧α

Noun

[edit]

τηλεργασία (tilergasíaf (plural τηλεργασίες)

  1. (neologism) teleworking, telecommuting
    Η ελληνική κυβέρνηση θέσπισε νόμους, που καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εργοδοτών και εργαζομένων, όταν οι υπάλληλοι απασχολούνται με τηλεργασία.
    I ellinikí kyvérnisi théspise nómous, pou kathorízoun ta dikaiómata kai tis ypochreóseis ergodotón kai ergazoménon, ótan oi ypálliloi apascholoúntai me tilergasía.
    The Greek government has enacted laws that define the rights and obligations of employers and employees when employees are employed by telecommuting.

Declension

[edit]
singular plural
nominative τηλεργασία (tilergasía) τηλεργασίες (tilergasíes)
genitive τηλεργασίας (tilergasías) τηλεργασιών (tilergasión)
accusative τηλεργασία (tilergasía) τηλεργασίες (tilergasíes)
vocative τηλεργασία (tilergasía) τηλεργασίες (tilergasíes)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]