τηλεοπτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τηλεοπτικός (tileoptikósm (feminine τηλεοπτική, neuter τηλεοπτικό)

  1. TV, television
    τηλεοπτικό πρόγραμμα (television programme)
    τηλεοπτικός σταθμός (television station)
    τηλεοπτικός οδηγός (television guide)
  2. televisual

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τηλεοπτικός (tileoptikós) τηλεοπτική (tileoptikí) τηλεοπτικό (tileoptikó) τηλεοπτικοί (tileoptikoí) τηλεοπτικές (tileoptikés) τηλεοπτικά (tileoptiká)
genitive τηλεοπτικού (tileoptikoú) τηλεοπτικής (tileoptikís) τηλεοπτικού (tileoptikoú) τηλεοπτικών (tileoptikón) τηλεοπτικών (tileoptikón) τηλεοπτικών (tileoptikón)
accusative τηλεοπτικό (tileoptikó) τηλεοπτική (tileoptikí) τηλεοπτικό (tileoptikó) τηλεοπτικούς (tileoptikoús) τηλεοπτικές (tileoptikés) τηλεοπτικά (tileoptiká)
vocative τηλεοπτικέ (tileoptiké) τηλεοπτική (tileoptikí) τηλεοπτικό (tileoptikó) τηλεοπτικοί (tileoptikoí) τηλεοπτικές (tileoptikés) τηλεοπτικά (tileoptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τηλεοπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τηλεοπτικός, etc.)