τηλεοπτικό
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]τηλεοπτικό • (tileoptikó)
- accusative masculine singular of τηλεοπτικός (tileoptikós)
- nominative neuter singular of τηλεοπτικός (tileoptikós)
- accusative neuter singular of τηλεοπτικός (tileoptikós)
- vocative neuter singular of τηλεοπτικός (tileoptikós)