Jump to content

τηλεγράφημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

τηλε- (tile-, tele-) + English grapheme, from Ancient Greek γράφημα (gráphēma) (for which see γράφω (gráphō, to write)).

Noun

[edit]

τηλεγράφημα (tilegráfiman (plural τηλεγραφήματα)

  1. telegram (telegraphed message)

Declension

[edit]
Declension of τηλεγράφημα
singular plural
nominative τηλεγράφημα (tilegráfima) τηλεγραφήματα (tilegrafímata)
genitive τηλεγραφήματος (tilegrafímatos) τηλεγραφημάτων (tilegrafimáton)
accusative τηλεγράφημα (tilegráfima) τηλεγραφήματα (tilegrafímata)
vocative τηλεγράφημα (tilegráfima) τηλεγραφήματα (tilegrafímata)
[edit]

Further reading

[edit]