τηλεφωνητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]τηλεφωνητής • (tilefonitís) m (plural τηλεφωνητές, feminine τηλεφωνήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεφωνητής (tilefonitís) | τηλεφωνητές (tilefonités) |
genitive | τηλεφωνητή (tilefonití) | τηλεφωνητών (tilefonitón) |
accusative | τηλεφωνητή (tilefonití) | τηλεφωνητές (tilefonités) |
vocative | τηλεφωνητή (tilefonití) | τηλεφωνητές (tilefonités) |
Related terms
[edit]- see: τηλέφωνο n (tiléfono, “telephone”)