τηλεφωνητής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τηλεφωνητής (tilefonitísm (plural τηλεφωνητές, feminine τηλεφωνήτρια)

  1. (telecommunications) telephonist, telegraphist, operator

Declension

[edit]
singular plural
nominative τηλεφωνητής (tilefonitís) τηλεφωνητές (tilefonités)
genitive τηλεφωνητή (tilefonití) τηλεφωνητών (tilefonitón)
accusative τηλεφωνητή (tilefonití) τηλεφωνητές (tilefonités)
vocative τηλεφωνητή (tilefonití) τηλεφωνητές (tilefonités)
[edit]