Jump to content

τηγανητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Hellenistic Koine Greek τηγανητόν (tēganētón), neuter of *τηγανητός.[1][2] By surface analysis, τηγάνι (tigáni, frying pan) +‎ -ητός (-itós, form of -τός, suffix for adjectives). Also see the Hellenistic synonym τηγανιστός (tēganistós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ti.ɣa.niˈtos/
  • Hyphenation: τη‧γα‧νη‧τός

Adjective

[edit]

τηγανητός (tiganitósm (feminine τηγανητή, neuter τηγανητό)

  1. fried

Declension

[edit]
Declension of τηγανητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τηγανητός (tiganitós) τηγανητή (tiganití) τηγανητό (tiganitó) τηγανητοί (tiganitoí) τηγανητές (tiganités) τηγανητά (tiganitá)
genitive τηγανητού (tiganitoú) τηγανητής (tiganitís) τηγανητού (tiganitoú) τηγανητών (tiganitón) τηγανητών (tiganitón) τηγανητών (tiganitón)
accusative τηγανητό (tiganitó) τηγανητή (tiganití) τηγανητό (tiganitó) τηγανητούς (tiganitoús) τηγανητές (tiganités) τηγανητά (tiganitá)
vocative τηγανητέ (tiganité) τηγανητή (tiganití) τηγανητό (tiganitó) τηγανητοί (tiganitoí) τηγανητές (tiganités) τηγανητά (tiganitá)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ τηγανητός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ τηγανητός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre