Jump to content

τζαμαϊκανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τζαμαϊκανός (tzamaïkanósm (feminine τζαμαϊκανή, neuter τζαμαϊκανό)

  1. Jamaican

Declension

[edit]
Declension of τζαμαϊκανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τζαμαϊκανός (tzamaïkanós) τζαμαϊκανή (tzamaïkaní) τζαμαϊκανό (tzamaïkanó) τζαμαϊκανοί (tzamaïkanoí) τζαμαϊκανές (tzamaïkanés) τζαμαϊκανά (tzamaïkaná)
genitive τζαμαϊκανού (tzamaïkanoú) τζαμαϊκανής (tzamaïkanís) τζαμαϊκανού (tzamaïkanoú) τζαμαϊκανών (tzamaïkanón) τζαμαϊκανών (tzamaïkanón) τζαμαϊκανών (tzamaïkanón)
accusative τζαμαϊκανό (tzamaïkanó) τζαμαϊκανή (tzamaïkaní) τζαμαϊκανό (tzamaïkanó) τζαμαϊκανούς (tzamaïkanoús) τζαμαϊκανές (tzamaïkanés) τζαμαϊκανά (tzamaïkaná)
vocative τζαμαϊκανέ (tzamaïkané) τζαμαϊκανή (tzamaïkaní) τζαμαϊκανό (tzamaïkanó) τζαμαϊκανοί (tzamaïkanoí) τζαμαϊκανές (tzamaïkanés) τζαμαϊκανά (tzamaïkaná)
[edit]