Τζαμαϊκανός
Appearance
See also: τζαμαϊκανός
Greek
[edit]Noun
[edit]Τζαμαϊκανός • (Tzamaïkanós) m (plural Τζαμαϊκανοί, feminine Τζαμαϊκανή)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Τζαμαϊκανός (Tzamaïkanós) | Τζαμαϊκανοί (Tzamaïkanoí) |
genitive | Τζαμαϊκανού (Tzamaïkanoú) | Τζαμαϊκανών (Tzamaïkanón) |
accusative | Τζαμαϊκανό (Tzamaïkanó) | Τζαμαϊκανούς (Tzamaïkanoús) |
vocative | Τζαμαϊκανέ (Tzamaïkané) | Τζαμαϊκανοί (Tzamaïkanoí) |
Related terms
[edit]- see: Τζαμάικα f (Tzamáika, “Jamaica”)