From Wiktionary, the free dictionary
From τακτ(ός) ( takt(ós) , “ arranged, fixed, set ” ) + -ο- + -ποιώ ( -poió , “ to make ” ) . First part from the ancient τάξη ( táxē , “ order ” ) /τάσσω ( tássō , “ to arrange, to put in order ” ) and suffix from the ancient ποιέω ( poiéō ) / ποιῶ . First attested in 1855, a calque of French mettre en ordre .
IPA (key ) : /taxtopiˈo/
Hyphenation: τα‧χτο‧ποι‧ώ
ταχτοποιώ • (tachtopoió ) active (past ταχτοποίησα , passive ταχτοποιούμαι )
Alternative form of τακτοποιώ ( taktopoió )
ταχτοποιώ , ταχτοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ταχτοποιώ
ταχτοποιήσω
ταχτοποιούμαι
ταχτοποιηθώ
2 sg
ταχτοποιείς
ταχτοποιήσεις
ταχτοποιείσαι
ταχτοποιηθείς
3 sg
ταχτοποιεί
ταχτοποιήσει
ταχτοποιείται
ταχτοποιηθεί
1 pl
ταχτοποιούμε
ταχτοποιήσουμε , [-ομε ]
ταχτοποιούμαστε , ταχτοποιόμαστε
ταχτοποιηθούμε
2 pl
ταχτοποιείτε
ταχτοποιήσετε
ταχτοποιείστε , (ταχτοποιόσαστε )
ταχτοποιηθείτε
3 pl
ταχτοποιούν (ε )
ταχτοποιήσουν (ε )
ταχτοποιούνται
ταχτοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ταχτοποιούσα
ταχτοποίησα
ταχτοποιούμουν (α ), ταχτοποιόμουν (α )
ταχτοποιήθηκα
2 sg
ταχτοποιούσες
ταχτοποίησες
[ταχτοποιούσουν (α )], ταχτοποιόσουν (α )
ταχτοποιήθηκες
3 sg
ταχτοποιούσε
ταχτοποίησε
ταχτοποιούνταν , ταχτοποιόταν (ε ), {ταχτοποιείτο }
ταχτοποιήθηκε
1 pl
ταχτοποιούσαμε
ταχτοποιήσαμε
ταχτοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), ταχτοποιόμασταν , (‑όμαστε )
ταχτοποιηθήκαμε
2 pl
ταχτοποιούσατε
ταχτοποιήσατε
[ταχτοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], ταχτοποιόσασταν , (‑όσαστε )
ταχτοποιηθήκατε
3 pl
ταχτοποιούσαν (ε )
ταχτοποίησαν , ταχτοποιήσαν (ε )
ταχτοποιούνταν , ταχτοποιόνταν (ε ), (ταχτοποιόντουσαν ), {ταχτοποιούντο }
ταχτοποιήθηκαν , ταχτοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ταχτοποιώ ➤
θα ταχτοποιήσω ➤
θα ταχτοποιούμαι ➤
θα ταχτοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ταχτοποιείς , …
θα ταχτοποιήσεις , …
θα ταχτοποιείσαι , …
θα ταχτοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ταχτοποιήσει έχω, έχεις, … ταχτοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ταχτοποιηθεί είμαι , είσαι , … ταχτοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ταχτοποιήσει είχα, είχες, … ταχτοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ταχτοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … ταχτοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ταχτοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ταχτοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ταχτοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ταχτοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ταχτοποίησε
—
ταχτοποιήσου
2 pl
ταχτοποιείτε
ταχτοποιήστε
ταχτοποιείστε
ταχτοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ταχτοποιώντας ➤
ταχτοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ταχτοποιήσει ➤
ταχτοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ταχτοποιήσει
ταχτοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.