ταξιδιωτική επιταγή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ταξιδιωτική επιταγή • (taxidiotikí epitagí) f (plural ταξιδιωτικές επιταγές)
- traveller's cheque (UK), traveler's check (US)
Declension
[edit]- see: ταξιδιωτικός (taxidiotikós) and επιταγή (epitagí)
Further reading
[edit]- ταξιδιωτική επιταγή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el