Jump to content

ταμειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ta.mi.aˈkos/, [tɐ.mʝɐˈko̞s̠]
  • Hyphenation: τα‧μεια‧κός

Adjective

[edit]

ταμειακός (tameiakósm (feminine ταμειακή, neuter ταμειακό)

  1. cash, fiscal

Declension

[edit]
Declension of ταμειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταμειακός (tameiakós) ταμειακή (tameiakí) ταμειακό (tameiakó) ταμειακοί (tameiakoí) ταμειακές (tameiakés) ταμειακά (tameiaká)
genitive ταμειακού (tameiakoú) ταμειακής (tameiakís) ταμειακού (tameiakoú) ταμειακών (tameiakón) ταμειακών (tameiakón) ταμειακών (tameiakón)
accusative ταμειακό (tameiakó) ταμειακή (tameiakí) ταμειακό (tameiakó) ταμειακούς (tameiakoús) ταμειακές (tameiakés) ταμειακά (tameiaká)
vocative ταμειακέ (tameiaké) ταμειακή (tameiakí) ταμειακό (tameiakó) ταμειακοί (tameiakoí) ταμειακές (tameiakés) ταμειακά (tameiaká)
[edit]
see: ταμείο (tameío, cashier's desk, checkout)