Jump to content

τάληρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τάληρο (táliron (plural τάλιρα)

  1. Alternative form of τάλιρο (táliro)

Declension

[edit]
Declension of τάληρο
singular plural
nominative τάληρο (táliro) τάληρα (tálira)
genitive τάληρου (tálirou) τάληρων (táliron)
accusative τάληρο (táliro) τάληρα (tálira)
vocative τάληρο (táliro) τάληρα (tálira)