Jump to content

σύγκλιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

σύγκλιση (sýgklisif (plural συγκλίσεις)

  1. convergence

Declension

[edit]
Declension of σύγκλιση
singular plural
nominative σύγκλιση (sýgklisi) συγκλίσεις (sygklíseis)
genitive σύγκλισης (sýgklisis) συγκλίσεων (sygklíseon)
accusative σύγκλιση (sýgklisi) συγκλίσεις (sygklíseis)
vocative σύγκλιση (sýgklisi) συγκλίσεις (sygklíseis)

Older or formal genitive singular: συγκλίσεως (sygklíseos)