σύγκλιση
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /ˈsiŋ.ɡli.si/
- Hyphenation: σύ‧γκλι‧ση
- Old Hyphenation: σύ‧γκλι‧ση
- Homophones: σύγκλειση (sýgkleisi), σύγκληση (sýgklisi), σύγκλυση (sýgklysi)
Noun
[edit]σύγκλιση • (sýgklisi) f (plural συγκλίσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύγκλιση (sýgklisi) | συγκλίσεις (sygklíseis) |
genitive | σύγκλισης (sýgklisis) | συγκλίσεων (sygklíseon) |
accusative | σύγκλιση (sýgklisi) | συγκλίσεις (sygklíseis) |
vocative | σύγκλιση (sýgklisi) | συγκλίσεις (sygklíseis) |
Older or formal genitive singular: συγκλίσεως (sygklíseos)