Jump to content

σωματίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σωματίδιο (somatídion (plural σωματίδια)

  1. particle, corpuscle
    υποατομικά σωματίδιαypoatomiká somatídiasubatomic particles
    το σωματίδιο Χιγκςto somatídio Chigksthe Higgs particle

Declension

[edit]
Declension of σωματίδιο
singular plural
nominative σωματίδιο (somatídio) σωματίδια (somatídia)
genitive σωματιδίου (somatidíou)
σωματίδιου (somatídiou)
σωματιδίων (somatidíon)
accusative σωματίδιο (somatídio) σωματίδια (somatídia)
vocative σωματίδιο (somatídio) σωματίδια (somatídia)

See also

[edit]

Further reading

[edit]