σωβινιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]σωβινιστικός • (sovinistikós) m (feminine σωβινιστική, neuter σωβινιστικό)
- Alternative form of σοβινιστικός (sovinistikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σωβινιστικός (sovinistikós) | σωβινιστική (sovinistikí) | σωβινιστικό (sovinistikó) | σωβινιστικοί (sovinistikoí) | σωβινιστικές (sovinistikés) | σωβινιστικά (sovinistiká) | |
genitive | σωβινιστικού (sovinistikoú) | σωβινιστικής (sovinistikís) | σωβινιστικού (sovinistikoú) | σωβινιστικών (sovinistikón) | σωβινιστικών (sovinistikón) | σωβινιστικών (sovinistikón) | |
accusative | σωβινιστικό (sovinistikó) | σωβινιστική (sovinistikí) | σωβινιστικό (sovinistikó) | σωβινιστικούς (sovinistikoús) | σωβινιστικές (sovinistikés) | σωβινιστικά (sovinistiká) | |
vocative | σωβινιστικέ (sovinistiké) | σωβινιστική (sovinistikí) | σωβινιστικό (sovinistikó) | σωβινιστικοί (sovinistikoí) | σωβινιστικές (sovinistikés) | σωβινιστικά (sovinistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σωβινιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σωβινιστικός, etc.)
Related terms
[edit]- σωβινισμός m (sovinismós, “jingoism”)