Jump to content

σοβινιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

σοβινιστικός (sovinistikósm (feminine σοβινιστική, neuter σοβινιστικό)

  1. jingoistic, chauvinistic

Declension

[edit]
Declension of σοβινιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σοβινιστικός (sovinistikós) σοβινιστική (sovinistikí) σοβινιστικό (sovinistikó) σοβινιστικοί (sovinistikoí) σοβινιστικές (sovinistikés) σοβινιστικά (sovinistiká)
genitive σοβινιστικού (sovinistikoú) σοβινιστικής (sovinistikís) σοβινιστικού (sovinistikoú) σοβινιστικών (sovinistikón) σοβινιστικών (sovinistikón) σοβινιστικών (sovinistikón)
accusative σοβινιστικό (sovinistikó) σοβινιστική (sovinistikí) σοβινιστικό (sovinistikó) σοβινιστικούς (sovinistikoús) σοβινιστικές (sovinistikés) σοβινιστικά (sovinistiká)
vocative σοβινιστικέ (sovinistiké) σοβινιστική (sovinistikí) σοβινιστικό (sovinistikó) σοβινιστικοί (sovinistikoí) σοβινιστικές (sovinistikés) σοβινιστικά (sovinistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σοβινιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σοβινιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]