Jump to content

σχεδιάστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σχεδιάστρια (schediástriaf (plural σχεδιάστριες, masculine σχεδιαστής)

  1. designer, drawer, draughtswoman

Declension

[edit]
Declension of σχεδιάστρα
singular plural
nominative σχεδιάστρα (schediástra) σχεδιάστρες (schediástres)
genitive σχεδιάστρας (schediástras) σχεδιαστρών (schediastrón)
accusative σχεδιάστρα (schediástra) σχεδιάστρες (schediástres)
vocative σχεδιάστρα (schediástra) σχεδιάστρες (schediástres)
[edit]