Jump to content

σφαιρίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σφαιρίδιο (sfairídion (plural σφαιρίδια)

  1. globule, bead, pellet

Declension

[edit]
Declension of σφαιρίδιο
singular plural
nominative σφαιρίδιο (sfairídio) σφαιρίδια (sfairídia)
genitive σφαιριδίου (sfairidíou)
σφαιρίδιου (sfairídiou)
σφαιριδίων (sfairidíon)
accusative σφαιρίδιο (sfairídio) σφαιρίδια (sfairídia)
vocative σφαιρίδιο (sfairídio) σφαιρίδια (sfairídia)