σφαιρίδιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σφαιρίδιο • (sfairídio) n (plural σφαιρίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σφαιρίδιο (sfairídio) | σφαιρίδια (sfairídia) |
genitive | σφαιριδίου (sfairidíou) σφαιρίδιου (sfairídiou) |
σφαιριδίων (sfairidíon) |
accusative | σφαιρίδιο (sfairídio) | σφαιρίδια (sfairídia) |
vocative | σφαιρίδιο (sfairídio) | σφαιρίδια (sfairídia) |