σφαιρίδιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]σφαιρίδιο • (sfairídio) n (plural σφαιρίδια)
Declension
[edit]Declension of σφαιρίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σφαιρίδιο • | σφαιρίδια • |
genitive | σφαιριδίου •, σφαιρίδιου • | σφαιριδίων • |
accusative | σφαιρίδιο • | σφαιρίδια • |
vocative | σφαιρίδιο • | σφαιρίδια • |