συντροφικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek συντροφικός (suntrophikós). By surface analysis, σύντροφ(ος) (sýntrof(os)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συντροφικός • (syntrofikós) m (feminine συντροφική, neuter συντροφικό)
- of companionship, companionly
- comradely (of or relating to comradeship; between or among comrades)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συντροφικός (syntrofikós) | συντροφική (syntrofikí) | συντροφικό (syntrofikó) | συντροφικοί (syntrofikoí) | συντροφικές (syntrofikés) | συντροφικά (syntrofiká) | |
genitive | συντροφικού (syntrofikoú) | συντροφικής (syntrofikís) | συντροφικού (syntrofikoú) | συντροφικών (syntrofikón) | συντροφικών (syntrofikón) | συντροφικών (syntrofikón) | |
accusative | συντροφικό (syntrofikó) | συντροφική (syntrofikí) | συντροφικό (syntrofikó) | συντροφικούς (syntrofikoús) | συντροφικές (syntrofikés) | συντροφικά (syntrofiká) | |
vocative | συντροφικέ (syntrofiké) | συντροφική (syntrofikí) | συντροφικό (syntrofikó) | συντροφικοί (syntrofikoí) | συντροφικές (syntrofikés) | συντροφικά (syntrofiká) |
Derived terms
[edit]- συντροφικά (syntrofiká, adverb)
- συντροφικότητα f (syntrofikótita)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ συντροφικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language