Jump to content

συντροφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek συντροφικός (suntrophikós). By surface analysis, σύντροφ(ος) (sýntrof(os)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sin.dɾo.fiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧ντρο‧φι‧κός

Adjective

[edit]

συντροφικός (syntrofikósm (feminine συντροφική, neuter συντροφικό)

  1. of companionship, companionly
  2. comradely (of or relating to comradeship; between or among comrades)

Declension

[edit]
Declension of συντροφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συντροφικός (syntrofikós) συντροφική (syntrofikí) συντροφικό (syntrofikó) συντροφικοί (syntrofikoí) συντροφικές (syntrofikés) συντροφικά (syntrofiká)
genitive συντροφικού (syntrofikoú) συντροφικής (syntrofikís) συντροφικού (syntrofikoú) συντροφικών (syntrofikón) συντροφικών (syntrofikón) συντροφικών (syntrofikón)
accusative συντροφικό (syntrofikó) συντροφική (syntrofikí) συντροφικό (syntrofikó) συντροφικούς (syntrofikoús) συντροφικές (syntrofikés) συντροφικά (syntrofiká)
vocative συντροφικέ (syntrofiké) συντροφική (syntrofikí) συντροφικό (syntrofikó) συντροφικοί (syntrofikoí) συντροφικές (syntrofikés) συντροφικά (syntrofiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ συντροφικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language