συντηρητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]συντηρητής • (syntiritís) f (plural συντηρητές, feminine συντηρήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντηρητής (syntiritís) | συντηρητές (syntirités) |
genitive | συντηρητή (syntirití) | συντηρητών (syntiritón) |
accusative | συντηρητή (syntirití) | συντηρητές (syntirités) |
vocative | συντηρητή (syntirití) | συντηρητές (syntirités) |
Related terms
[edit]- see: συντηρώ (syntiró, “to conserve, to maintain”)