συντηρήτρια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συντηρήτρια (syntirítriaf (plural συντηρήτριες, masculine συντηρητής)

  1. maintenance technician, conservator
  2. conserver

Declension

[edit]
singular plural
nominative συντηρήτρια (syntirítria) συντηρήτριες (syntirítries)
genitive συντηρήτριας (syntirítrias) συντηρητριών (syntiritrión)
accusative συντηρήτρια (syntirítria) συντηρήτριες (syntirítries)
vocative συντηρήτρια (syntirítria) συντηρήτριες (syntirítries)
[edit]