Jump to content

συνομιλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From συνομιλώ (synomiló) +‎ -ία (-ía) or συν- (syn-) +‎ ομιλία (omilía).

Noun

[edit]

συνομιλία (synomilíaf (plural συνομιλίες)

  1. dialogue, conversation, exchange of views
    Synonym: συζήτηση (syzítisi)

Declension

[edit]
Declension of συνομιλία
singular plural
nominative συνομιλία (synomilía) συνομιλίες (synomilíes)
genitive συνομιλίας (synomilías) συνομιλιών (synomilión)
accusative συνομιλία (synomilía) συνομιλίες (synomilíes)
vocative συνομιλία (synomilía) συνομιλίες (synomilíes)

Further reading

[edit]