συνομιλία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From συνομιλώ (synomiló) + -ία (-ía) or συν- (syn-) + ομιλία (omilía).
Noun
[edit]συνομιλία • (synomilía) f (plural συνομιλίες)
- dialogue, conversation, exchange of views
- Synonym: συζήτηση (syzítisi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνομιλία (synomilía) | συνομιλίες (synomilíes) |
genitive | συνομιλίας (synomilías) | συνομιλιών (synomilión) |
accusative | συνομιλία (synomilía) | συνομιλίες (synomilíes) |
vocative | συνομιλία (synomilía) | συνομιλίες (synomilíes) |
Further reading
[edit]- συνομιλία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language