Jump to content

συννεφιασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.ne.fçaˈzme.nos/
  • Hyphenation: συν‧νε‧φια‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

συννεφιασμένος (synnefiasménosm (feminine συννεφιασμένη, neuter συννεφιασμένο)

  1. perfect participle of συννεφιάζω (synnefiázo): cloudy, clouded, clouded over, overclouded

Declension

[edit]
Declension of συννεφιασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συννεφιασμένος (synnefiasménos) συννεφιασμένη (synnefiasméni) συννεφιασμένο (synnefiasméno) συννεφιασμένοι (synnefiasménoi) συννεφιασμένες (synnefiasménes) συννεφιασμένα (synnefiasména)
genitive συννεφιασμένου (synnefiasménou) συννεφιασμένης (synnefiasménis) συννεφιασμένου (synnefiasménou) συννεφιασμένων (synnefiasménon) συννεφιασμένων (synnefiasménon) συννεφιασμένων (synnefiasménon)
accusative συννεφιασμένο (synnefiasméno) συννεφιασμένη (synnefiasméni) συννεφιασμένο (synnefiasméno) συννεφιασμένους (synnefiasménous) συννεφιασμένες (synnefiasménes) συννεφιασμένα (synnefiasména)
vocative συννεφιασμένε (synnefiasméne) συννεφιασμένη (synnefiasméni) συννεφιασμένο (synnefiasméno) συννεφιασμένοι (synnefiasménoi) συννεφιασμένες (synnefiasménes) συννεφιασμένα (synnefiasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συννεφιασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συννεφιασμένος, etc.)

References

[edit]