Jump to content

συνεισφορά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνεισφορά (syneisforáf (plural συνεισφορές)

  1. contribution

Declension

[edit]
Declension of συνεισφορά
singular plural
nominative συνεισφορά (syneisforá) συνεισφορές (syneisforés)
genitive συνεισφοράς (syneisforás) συνεισφορών (syneisforón)
accusative συνεισφορά (syneisforá) συνεισφορές (syneisforés)
vocative συνεισφορά (syneisforá) συνεισφορές (syneisforés)

Synonyms

[edit]
[edit]