συνεισφορά
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συνεισφορά • (syneisforá) f (plural συνεισφορές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνεισφορά (syneisforá) | συνεισφορές (syneisforés) |
genitive | συνεισφοράς (syneisforás) | συνεισφορών (syneisforón) |
accusative | συνεισφορά (syneisforá) | συνεισφορές (syneisforés) |
vocative | συνεισφορά (syneisforá) | συνεισφορές (syneisforés) |
Synonyms
[edit]- εισφορά f (eisforá)
Related terms
[edit]- συνεισφέρω (syneisféro, “to contribute”)