Jump to content

εισφορά

From Wiktionary, the free dictionary
See also: εἰσφορά

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek εἰσφορά (eisphorá).

Noun

[edit]

εισφορά (eisforáf (plural εισφορές)

  1. contribution

Declension

[edit]
Declension of εισφορά
singular plural
nominative εισφορά (eisforá) εισφορές (eisforés)
genitive εισφοράς (eisforás) εισφορών (eisforón)
accusative εισφορά (eisforá) εισφορές (eisforés)
vocative εισφορά (eisforá) εισφορές (eisforés)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]