συναρπαστικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συναρπαστικός (synarpastikósm (feminine συναρπαστική, neuter συναρπαστικό)

  1. exciting, enthralling, fascinating

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συναρπαστικός (synarpastikós) συναρπαστική (synarpastikí) συναρπαστικό (synarpastikó) συναρπαστικοί (synarpastikoí) συναρπαστικές (synarpastikés) συναρπαστικά (synarpastiká)
genitive συναρπαστικού (synarpastikoú) συναρπαστικής (synarpastikís) συναρπαστικού (synarpastikoú) συναρπαστικών (synarpastikón) συναρπαστικών (synarpastikón) συναρπαστικών (synarpastikón)
accusative συναρπαστικό (synarpastikó) συναρπαστική (synarpastikí) συναρπαστικό (synarpastikó) συναρπαστικούς (synarpastikoús) συναρπαστικές (synarpastikés) συναρπαστικά (synarpastiká)
vocative συναρπαστικέ (synarpastiké) συναρπαστική (synarpastikí) συναρπαστικό (synarpastikó) συναρπαστικοί (synarpastikoí) συναρπαστικές (synarpastikés) συναρπαστικά (synarpastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναρπαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναρπαστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]