συναρπαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]συναρπαστικός • (synarpastikós) m (feminine συναρπαστική, neuter συναρπαστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συναρπαστικός (synarpastikós) | συναρπαστική (synarpastikí) | συναρπαστικό (synarpastikó) | συναρπαστικοί (synarpastikoí) | συναρπαστικές (synarpastikés) | συναρπαστικά (synarpastiká) | |
genitive | συναρπαστικού (synarpastikoú) | συναρπαστικής (synarpastikís) | συναρπαστικού (synarpastikoú) | συναρπαστικών (synarpastikón) | συναρπαστικών (synarpastikón) | συναρπαστικών (synarpastikón) | |
accusative | συναρπαστικό (synarpastikó) | συναρπαστική (synarpastikí) | συναρπαστικό (synarpastikó) | συναρπαστικούς (synarpastikoús) | συναρπαστικές (synarpastikés) | συναρπαστικά (synarpastiká) | |
vocative | συναρπαστικέ (synarpastiké) | συναρπαστική (synarpastikí) | συναρπαστικό (synarpastikó) | συναρπαστικοί (synarpastikoí) | συναρπαστικές (synarpastikés) | συναρπαστικά (synarpastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναρπαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναρπαστικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: συναρπάζω f (synarpázo, “enrapture, fascinate”)
Further reading
[edit]- συναρπαστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language