συναρπάζω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek συναρπάζω (sunarpázō).[1] By surface analysis, συν- (syn-) + αρπάζω (arpázo).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συναρπάζω • (synarpázo) (past συνάρπασα, passive συναρπάζομαι, p‑past συναρπάστηκα, ppp συναρπασμένος)
- (transitive) to enrapture, fascinate
Conjugation
[edit]συναρπάζω συναρπάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συναρπάζω | συναρπάσω | συναρπάζομαι | συναρπαστώ |
2 sg | συναρπάζεις | συναρπάσεις | συναρπάζεσαι | συναρπαστείς |
3 sg | συναρπάζει | συναρπάσει | συναρπάζεται | συναρπαστεί |
1 pl | συναρπάζουμε, [‑ομε] | συναρπάσουμε, [‑ομε] | συναρπαζόμαστε | συναρπαστούμε |
2 pl | συναρπάζετε | συναρπάσετε | συναρπάζεστε, συναρπαζόσαστε | συναρπαστείτε |
3 pl | συναρπάζουν(ε) | συναρπάσουν(ε) | συναρπάζονται | συναρπαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συνάρπαζα | συνάρπασα | συναρπαζόμουν(α) | συναρπάστηκα |
2 sg | συνάρπαζες | συνάρπασες | συναρπαζόσουν(α) | συναρπάστηκες |
3 sg | συνάρπαζε | συνάρπασε | συναρπαζόταν(ε) | συναρπάστηκε |
1 pl | συναρπάζαμε | συναρπάσαμε | συναρπαζόμασταν, (‑όμαστε) | συναρπαστήκαμε |
2 pl | συναρπάζατε | συναρπάσατε | συναρπαζόσασταν, (‑όσαστε) | συναρπαστήκατε |
3 pl | συνάρπαζαν, συναρπάζαν(ε) | συνάρπασαν, συναρπάσαν(ε) | συναρπάζονταν, (συναρπαζόντουσαν) | συναρπάστηκαν, συναρπαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συναρπάζω ➤ | θα συναρπάσω ➤ | θα συναρπάζομαι ➤ | θα συναρπαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συναρπάζεις, … | θα συναρπάσεις, … | θα συναρπάζεσαι, … | θα συναρπαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συναρπάσει έχω, έχεις, … συναρπασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συναρπαστεί είμαι, είσαι, … συναρπασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συναρπάσει είχα, είχες, … συναρπασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συναρπαστεί ήμουν, ήσουν, … συναρπασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συναρπάσει θα έχω, θα έχεις, … συναρπασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συναρπαστεί θα είμαι, θα είσαι, … συναρπασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συνάρπαζε | συνάρπασε | — | συναρπάσου |
2 pl | συναρπάζετε | συναρπάστε | συναρπάζεστε | συναρπαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συναρπάζοντας ➤ | συναρπαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συναρπάσει ➤ | συναρπασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συναρπάσει | συναρπαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- συναρπαστικός (synarpastikós)
References
[edit]- ^ συναρπάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language