Jump to content

συμφοιτητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek συμφοιτητής (sumphoitētḗs) with semantic loan from French condisciple.[1] By surface analysis, συμ- (sym-) +‎ φοιτητής (foititís).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sim.fi.tiˈtis/
  • Hyphenation: συμ‧φοι‧τη‧τής

Noun

[edit]

συμφοιτητής (symfoititísm (plural συμφοιτητές, feminine συμφοιτήτρια)

  1. fellow student

Declension

[edit]
singular plural
nominative συμφοιτητής (symfoititís) συμφοιτητές (symfoitités)
genitive συμφοιτητή (symfoitití) συμφοιτητών (symfoititón)
accusative συμφοιτητή (symfoitití) συμφοιτητές (symfoitités)
vocative συμφοιτητή (symfoitití) συμφοιτητές (symfoitités)

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ συμφοιτητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language