συμμαθητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek συμμαθητής (summathētḗs).[1] By surface analysis, συμ- (sym-) + μαθητής (mathitís).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]συμμαθητής • (symmathitís) m (plural συμμαθητές, feminine συμμαθήτρια)
- classmate
- (by extension) schoolmate, fellow pupil
Declension
[edit]Declension of συμμαθητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμμαθητής • | συμμαθητές • |
genitive | συμμαθητή • | συμμαθητών • |
accusative | συμμαθητή • | συμμαθητές • |
vocative | συμμαθητή • | συμμαθητές • |
See also
[edit]- συμφοιτητής (symfoititís)
References
[edit]- ^ συμμαθητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language