συμφέρων

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Ancient Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Participle

[edit]

συμφέρων (sumphérōnm (feminine συμφέρουσᾰ, neuter συμφέρον); first/third declension

  1. present active participle of συμφέρω (sumphérō)

Declension

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek συμφέρων (sumphérōn). Present participle of συμφέρω (symféro). The neuter, also substantivised.

Pronunciation

[edit]

Participle

[edit]

συμφέρων (symféronm (feminine συμφέρουσα, neuter συμφέρον)

  1. which is to one's interest, which is a good deal, advantageous
    συμφέρουσα τιμή, συμφέρουσα προσφοράsymférousa timí, symférousa prosforáadvantageous price, advantageous offer

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμφέρων (symféron) συμφέρουσα (symférousa) συμφέρον (symféron) συμφέροντες (symférontes) συμφέρουσες (symférouses) συμφέροντα (symféronta)
genitive συμφέροντος (symférontos) συμφέρουσας (symférousas)
συμφερούσης (symferoúsis)
συμφέροντος (symférontos) συμφερόντων (symferónton) συμφερουσών (symferousón) συμφερόντων (symferónton)
accusative συμφέροντα (symféronta) συμφέρουσα (symférousa) συμφέρον (symféron) συμφέροντες (symférontes) συμφέρουσες (symférouses) συμφέροντα (symféronta)
vocative συμφέρων (symféron) συμφέρουσα (symférousa) συμφέρον (symféron) συμφέροντες (symférontes) συμφέρουσες (symférouses) συμφέροντα (symféronta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμφέρων, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμφέρων, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]