Learned borrowing from Koine Greek συμμορφῶ ( summorphô , “ give the same form ” ) with -ώνω ( -óno ) ending and semantic loan from French se conformer .[ 1]
IPA (key ) : /si.moɾˈfo.no/
Hyphenation: συμ‧μορ‧φώ‧νω
συμμορφώνω • (symmorfóno ) (past συμμόρφωσα , passive συμμορφώνομαι , p‑past συμμορφώθηκα , ppp συμμορφωμένος )
( transitive ) to conform , to make conform , to make comply
( passive voice ) to conform , to comply ( to adapt to something by more closely matching it, especially something normative )
συμμορφώνω συμμορφώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συμμορφώνω
συμμορφώσω
συμμορφώνομαι
συμμορφωθώ
2 sg
συμμορφώνεις
συμμορφώσεις
συμμορφώνεσαι
συμμορφωθείς
3 sg
συμμορφώνει
συμμορφώσει
συμμορφώνεται
συμμορφωθεί
1 pl
συμμορφώνουμε , [‑ομε ]
συμμορφώσουμε , [‑ομε ]
συμμορφωνόμαστε
συμμορφωθούμε
2 pl
συμμορφώνετε
συμμορφώσετε
συμμορφώνεστε , συμμορφωνόσαστε
συμμορφωθείτε
3 pl
συμμορφώνουν (ε )
συμμορφώσουν (ε )
συμμορφώνονται
συμμορφωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συμμόρφωνα
συμμόρφωσα
συμμορφωνόμουν (α )
συμμορφώθηκα
2 sg
συμμόρφωνες
συμμόρφωσες
συμμορφωνόσουν (α )
συμμορφώθηκες
3 sg
συμμόρφωνε
συμμόρφωσε
συμμορφωνόταν (ε )
συμμορφώθηκε
1 pl
συμμορφώναμε
συμμορφώσαμε
συμμορφωνόμασταν , (‑όμαστε )
συμμορφωθήκαμε
2 pl
συμμορφώνατε
συμμορφώσατε
συμμορφωνόσασταν , (‑όσαστε )
συμμορφωθήκατε
3 pl
συμμόρφωναν , συμμορφώναν (ε )
συμμόρφωσαν , συμμορφώσαν (ε )
συμμορφώνονταν , (συμμορφωνόντουσαν )
συμμορφώθηκαν , συμμορφωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συμμορφώνω ➤
θα συμμορφώσω ➤
θα συμμορφώνομαι ➤
θα συμμορφωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συμμορφώνεις , …
θα συμμορφώσεις , …
θα συμμορφώνεσαι , …
θα συμμορφωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συμμορφώσει έχω, έχεις, … συμμορφωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συμμορφωθεί είμαι , είσαι , … συμμορφωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συμμορφώσει είχα, είχες, … συμμορφωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συμμορφωθεί ήμουν , ήσουν , … συμμορφωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συμμορφώσει θα έχω, θα έχεις, … συμμορφωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συμμορφωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συμμορφωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συμμόρφωνε
συμμόρφωσε
—
συμμορφώσου
2 pl
συμμορφώνετε
συμμορφώστε
συμμορφώνεστε
συμμορφωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συμμορφώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας συμμορφώσει ➤
συμμορφωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συμμορφώσει
συμμορφωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.