Jump to content

συμβόλαιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συμβόλαιο (symvólaion (plural συμβόλαια)

  1. (law, business) contract, policy
    ασφαλιστήριο συμβόλαιοasfalistírio symvólaioinsurance policy

Declension

[edit]
Declension of συμβόλαιο
singular plural
nominative συμβόλαιο (symvólaio) συμβόλαια (symvólaia)
genitive συμβολαίου (symvolaíou)
συμβόλαιου (symvólaiou)
συμβολαίων (symvolaíon)
accusative συμβόλαιο (symvólaio) συμβόλαια (symvólaia)
vocative συμβόλαιο (symvólaio) συμβόλαια (symvólaia)

Further reading

[edit]