συλλυπητήριος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συλλυπητήριος (syllypitíriosm (feminine συλλυπητήρια, neuter συλλυπητήριο)

  1. expressing grief, offering condolences
    συλλυπητήριο μήνυμα (message of condolence)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συλλυπητήριος (syllypitírios) συλλυπητήρια (syllypitíria) συλλυπητήριο (syllypitírio) συλλυπητήριοι (syllypitírioi) συλλυπητήριες (syllypitíries) συλλυπητήρια (syllypitíria)
genitive συλλυπητήριου (syllypitíriou) συλλυπητήριας (syllypitírias) συλλυπητήριου (syllypitíriou) συλλυπητήριων (syllypitírion) συλλυπητήριων (syllypitírion) συλλυπητήριων (syllypitírion)
accusative συλλυπητήριο (syllypitírio) συλλυπητήρια (syllypitíria) συλλυπητήριο (syllypitírio) συλλυπητήριους (syllypitírious) συλλυπητήριες (syllypitíries) συλλυπητήρια (syllypitíria)
vocative συλλυπητήριε (syllypitírie) συλλυπητήρια (syllypitíria) συλλυπητήριο (syllypitírio) συλλυπητήριοι (syllypitírioi) συλλυπητήριες (syllypitíries) συλλυπητήρια (syllypitíria)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συλλυπητήριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συλλυπητήριος, etc.)

[edit]