Jump to content

συλλέκτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συλλέκτρια (sylléktriaf (plural συλλέκτριες, masculine συλλέκτης)

  1. collector (person who collects things)

Declension

[edit]
Declension of συλλέκτρια
singular plural
nominative συλλέκτρια (sylléktria) συλλέκτριες (sylléktries)
genitive συλλέκτριας (sylléktrias) συλλεκτριών (syllektrión)
accusative συλλέκτρια (sylléktria) συλλέκτριες (sylléktries)
vocative συλλέκτρια (sylléktria) συλλέκτριες (sylléktries)