From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek συγχωνεύω ( sunkhōneúō , “ to melt down ” ) with semantic loan from French fusionner .[ 1] By surface analysis , συγ- ( syg- ) + χωνεύω ( chonévo ) .
IPA (key ) : /siŋ.xoˈne.vo/
Hyphenation: συγ‧χω‧νεύ‧ω
συγχωνεύω • (synchonévo ) (past συγχώνευσα , passive συγχωνεύομαι , p‑past συγχωνεύτηκα /συγχωνεύθηκα , ppp συγχωνευμένος )
( transitive ) to merge
συγχωνεύω συγχωνεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συγχωνεύω
συγχωνεύσω
συγχωνεύομαι
συγχωνευτώ , συγχωνευθώ
2 sg
συγχωνεύεις
συγχωνεύσεις
συγχωνεύεσαι
συγχωνευτείς , συγχωνευθείς
3 sg
συγχωνεύει
συγχωνεύσει
συγχωνεύεται
συγχωνευτεί , συγχωνευθεί
1 pl
συγχωνεύουμε , [‑ομε ]
συγχωνεύσουμε , [‑ομε ]
συγχωνευόμαστε
συγχωνευτούμε , συγχωνευθούμε
2 pl
συγχωνεύετε
συγχωνεύσετε
συγχωνεύεστε , συγχωνευόσαστε
συγχωνευτείτε , συγχωνευθείτε
3 pl
συγχωνεύουν (ε )
συγχωνεύσουν (ε )
συγχωνεύονται
συγχωνευτούν (ε ), συγχωνευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συγχώνευα
συγχώνευσα
συγχωνευόμουν (α )
συγχωνεύτηκα , συγχωνεύθηκα
2 sg
συγχώνευες
συγχώνευσες
συγχωνευόσουν (α )
συγχωνεύτηκες , συγχωνεύθηκες
3 sg
συγχώνευε
συγχώνευσε
συγχωνευόταν (ε )
συγχωνεύτηκε , συγχωνεύθηκε
1 pl
συγχωνεύαμε
συγχωνεύσαμε
συγχωνευόμασταν , (‑όμαστε )
συγχωνευτήκαμε , συγχωνευθήκαμε
2 pl
συγχωνεύατε
συγχωνεύσατε
συγχωνευόσασταν , (‑όσαστε )
συγχωνευτήκατε , συγχωνευθήκατε
3 pl
συγχώνευαν , συγχωνεύαν (ε )
συγχώνευσαν , συγχωνεύσαν (ε )
συγχωνεύονταν , (συγχωνευόντουσαν )
συγχωνεύτηκαν , συγχωνευτήκαν (ε ), συγχωνεύθηκαν , συγχωνευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συγχωνεύω ➤
θα συγχωνεύσω ➤
θα συγχωνεύομαι ➤
θα συγχωνευτώ / συγχωνευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συγχωνεύεις , …
θα συγχωνεύσεις , …
θα συγχωνεύεσαι , …
θα συγχωνευτείς / συγχωνευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συγχωνεύσει έχω, έχεις, … συγχωνευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συγχωνευτεί / συγχωνευθεί είμαι , είσαι , … συγχωνευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συγχωνεύσει είχα, είχες, … συγχωνευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συγχωνευτεί / συγχωνευθεί ήμουν , ήσουν , … συγχωνευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συγχωνεύσει θα έχω, θα έχεις, … συγχωνευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συγχωνευτεί / συγχωνευθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγχωνευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συγχώνευε
συγχώνευσε
—
συγχωνεύσου
2 pl
συγχωνεύετε
συγχωνεύστε
συγχωνεύεστε
συγχωνευτείτε , συγχωνευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συγχωνεύοντας ➤
συγχωνευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας συγχωνεύσει ➤
συγχωνευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συγχωνεύσει
συγχωνευτεί , συγχωνευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.