Jump to content

συγχαρητήριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

συγχαίρω (synchaíro) +‎ -τήριος (-tírios).

Adjective

[edit]

συγχαρητήριος (syncharitíriosm (feminine συγχαρητήρια, neuter συγχαρητήριο)

  1. congratulatory

Declension

[edit]
Declension of συγχαρητήριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγχαρητήριος (syncharitírios) συγχαρητήρια (syncharitíria) συγχαρητήριο (syncharitírio) συγχαρητήριοι (syncharitírioi) συγχαρητήριες (syncharitíries) συγχαρητήρια (syncharitíria)
genitive συγχαρητήριου (syncharitíriou) συγχαρητήριας (syncharitírias) συγχαρητήριου (syncharitíriou) συγχαρητήριων (syncharitírion) συγχαρητήριων (syncharitírion) συγχαρητήριων (syncharitírion)
accusative συγχαρητήριο (syncharitírio) συγχαρητήρια (syncharitíria) συγχαρητήριο (syncharitírio) συγχαρητήριους (syncharitírious) συγχαρητήριες (syncharitíries) συγχαρητήρια (syncharitíria)
vocative συγχαρητήριε (syncharitírie) συγχαρητήρια (syncharitíria) συγχαρητήριο (syncharitírio) συγχαρητήριοι (syncharitírioi) συγχαρητήριες (syncharitíries) συγχαρητήρια (syncharitíria)
[edit]