συγκρίσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from σύγκρισ(η) (sýgkris(i)) + -ιμος (-imos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συγκρίσιμος • (sygkrísimos) m (feminine συγκρίσιμη, neuter συγκρίσιμο)
Declension
[edit]Declension of συγκρίσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγκρίσιμος • | συγκρίσιμη • | συγκρίσιμο • | συγκρίσιμοι • | συγκρίσιμες • | συγκρίσιμα • |
genitive | συγκρίσιμου • | συγκρίσιμης • | συγκρίσιμου • | συγκρίσιμων • | συγκρίσιμων • | συγκρίσιμων • |
accusative | συγκρίσιμο • | συγκρίσιμη • | συγκρίσιμο • | συγκρίσιμους • | συγκρίσιμες • | συγκρίσιμα • |
vocative | συγκρίσιμε • | συγκρίσιμη • | συγκρίσιμο • | συγκρίσιμοι • | συγκρίσιμες • | συγκρίσιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκρίσιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκρίσιμος, etc.) |
Related terms
[edit]- συγκρίνω (sygkríno)
- σύγκριση f (sýgkrisi)
- συγκριτικός (sygkritikós)
References
[edit]- ^ συγκρίσιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language