Jump to content

σύγκριση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σύγκριση (sýgkrisif (plural συγκρίσεις)

  1. comparison, contrast

Declension

[edit]
Declension of σύγκριση
singular plural
nominative σύγκριση (sýgkrisi) συγκρίσεις (sygkríseis)
genitive σύγκρισης (sýgkrisis) συγκρίσεων (sygkríseon)
accusative σύγκριση (sýgkrisi) συγκρίσεις (sygkríseis)
vocative σύγκριση (sýgkrisi) συγκρίσεις (sygkríseis)

Older or formal genitive singular: συγκρίσεως (sygkríseos)