σύγκριση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σύγκριση • (sýgkrisi) f (plural συγκρίσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύγκριση (sýgkrisi) | συγκρίσεις (sygkríseis) |
genitive | σύγκρισης (sýgkrisis) | συγκρίσεων (sygkríseon) |
accusative | σύγκριση (sýgkrisi) | συγκρίσεις (sygkríseis) |
vocative | σύγκριση (sýgkrisi) | συγκρίσεις (sygkríseis) |
Older or formal genitive singular: συγκρίσεως (sygkríseos)