Jump to content

συγκάτοικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

συγκάτοικος (sygkátoikosm or f (plural συγκάτοικοι)

  1. housemate, flatmate, roommate

Declension

[edit]
Declension of συγκάτοικος
singular plural
nominative συγκάτοικος (sygkátoikos) συγκάτοικοι (sygkátoikoi)
genitive συγκατοίκου (sygkatoíkou) συγκατοίκων (sygkatoíkon)
accusative συγκάτοικο (sygkátoiko) συγκατοίκους (sygkatoíkous)
vocative συγκάτοικε (sygkátoike) συγκάτοικοι (sygkátoikoi)
[edit]