στόχαστρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στόχαστρο • (stóchastro) n (plural στόχαστρα)
Declension
[edit]Declension of στόχαστρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στόχαστρο • | στόχαστρα • |
genitive | στοχάστρου •, στόχαστρου • | στοχάστρων • |
accusative | στόχαστρο • | στόχαστρα • |
vocative | στόχαστρο • | στόχαστρα • |
Related terms
[edit]- στόχος m (stóchos, “aim, target”)