From Wiktionary, the free dictionary
στρες • (stres) n (indeclinable)
- stress (emotional pressure)
Το στρες είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής.- To stres eínai anapóspasto méros tis zoḯs.
- Stress is an integral part of life.
- πίεση f (píesi, “stress, force”)
- τόνος m (tónos, “emphasis, orthographical accent”)
- τονισμός m (tonismós, “linguistic stress”)
- άνχος n (ánchos, “strain, anxiety”)