Jump to content

τονισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τονισμός (tonismósm (plural τονισμοί)

  1. accentuation, stress (when speaking)
    η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
    the importance of stress and intonation

Declension

[edit]
Declension of τονισμός
singular plural
nominative τονισμός (tonismós) τονισμοί (tonismoí)
genitive τονισμού (tonismoú) τονισμών (tonismón)
accusative τονισμό (tonismó) τονισμούς (tonismoús)
vocative τονισμέ (tonismé) τονισμοί (tonismoí)
[edit]
  • (force): πίεση f (píesi, stress)
  • (orthography, emphasis): τόνος f (tónos, accent, stress)
  • (mental strain): στρες m (stres, stress)
  • (anxiety): άγχος n (ánchos, strain)

Further reading

[edit]