Jump to content

στραμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /stɾaˈme.nos/
  • Hyphenation: στραμ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

στραμμένος (stramménosm (feminine στραμμένη, neuter στραμμένο)

  1. passive perfect participle of στρέφω (stréfo): turned, directed

Declension

[edit]
Declension of στραμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στραμμένος (stramménos) στραμμένη (stramméni) στραμμένο (stramméno) στραμμένοι (stramménoi) στραμμένες (stramménes) στραμμένα (stramména)
genitive στραμμένου (stramménou) στραμμένης (stramménis) στραμμένου (stramménou) στραμμένων (stramménon) στραμμένων (stramménon) στραμμένων (stramménon)
accusative στραμμένο (stramméno) στραμμένη (stramméni) στραμμένο (stramméno) στραμμένους (stramménous) στραμμένες (stramménes) στραμμένα (stramména)
vocative στραμμένε (stramméne) στραμμένη (stramméni) στραμμένο (stramméno) στραμμένοι (stramménoi) στραμμένες (stramménes) στραμμένα (stramména)