Jump to content

στοχαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From στόχος (stókhos, aim, target).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

στοχᾰστῐκός (stokhastikósm (feminine στοχᾰστῐκή, neuter στοχᾰστῐκόν); first/second declension

  1. capable of hitting
  2. Acting based on guesswork

Inflection

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στοχαστικός (stochastikósm (feminine στοχαστική, neuter στοχαστικό)

  1. (philosophy, mathematics) stochastic

Declension

[edit]
Declension of στοχαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοχαστικός (stochastikós) στοχαστική (stochastikí) στοχαστικό (stochastikó) στοχαστικοί (stochastikoí) στοχαστικές (stochastikés) στοχαστικά (stochastiká)
genitive στοχαστικού (stochastikoú) στοχαστικής (stochastikís) στοχαστικού (stochastikoú) στοχαστικών (stochastikón) στοχαστικών (stochastikón) στοχαστικών (stochastikón)
accusative στοχαστικό (stochastikó) στοχαστική (stochastikí) στοχαστικό (stochastikó) στοχαστικούς (stochastikoús) στοχαστικές (stochastikés) στοχαστικά (stochastiká)
vocative στοχαστικέ (stochastiké) στοχαστική (stochastikí) στοχαστικό (stochastikó) στοχαστικοί (stochastikoí) στοχαστικές (stochastikés) στοχαστικά (stochastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοχαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοχαστικός, etc.)

Derived terms

[edit]