στοχαστικά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adverb
[edit]στοχαστικά • (stochastiká)
Adjective
[edit]στοχαστικά • (stochastiká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of στοχαστικός (stochastikós).
στοχαστικά • (stochastiká)
στοχαστικά • (stochastiká)