στοχαστικά
Appearance
Greek
[edit]Adverb
[edit]στοχαστικά • (stochastiká)
Adjective
[edit]στοχαστικά • (stochastiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of στοχαστικός (stochastikós)
στοχαστικά • (stochastiká)
στοχαστικά • (stochastiká)