στοργικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στοργικός (storgikós) | στοργική (storgikí) | στοργικό (storgikó) | στοργικοί (storgikoí) | στοργικές (storgikés) | στοργικά (storgiká) | |
genitive | στοργικού (storgikoú) | στοργικής (storgikís) | στοργικού (storgikoú) | στοργικών (storgikón) | στοργικών (storgikón) | στοργικών (storgikón) | |
accusative | στοργικό (storgikó) | στοργική (storgikí) | στοργικό (storgikó) | στοργικούς (storgikoús) | στοργικές (storgikés) | στοργικά (storgiká) | |
vocative | στοργικέ (storgiké) | στοργική (storgikí) | στοργικό (storgikó) | στοργικοί (storgikoí) | στοργικές (storgikés) | στοργικά (storgiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοργικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοργικότερος", etc)
|
Synonyms
[edit]- τρυφερός (tryferós)