Jump to content

στοργικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στοργικός (storgikósm (feminine στοργική, neuter στοργικό)

  1. loving

Declension

[edit]
Declension of στοργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοργικός (storgikós) στοργική (storgikí) στοργικό (storgikó) στοργικοί (storgikoí) στοργικές (storgikés) στοργικά (storgiká)
genitive στοργικού (storgikoú) στοργικής (storgikís) στοργικού (storgikoú) στοργικών (storgikón) στοργικών (storgikón) στοργικών (storgikón)
accusative στοργικό (storgikó) στοργική (storgikí) στοργικό (storgikó) στοργικούς (storgikoús) στοργικές (storgikés) στοργικά (storgiká)
vocative στοργικέ (storgiké) στοργική (storgikí) στοργικό (storgikó) στοργικοί (storgikoí) στοργικές (storgikés) στοργικά (storgiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοργικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοργικότερος (storgikóteros) στοργικότερη (storgikóteri) στοργικότερο (storgikótero) στοργικότεροι (storgikóteroi) στοργικότερες (storgikóteres) στοργικότερα (storgikótera)
genitive στοργικότερου (storgikóterou) στοργικότερης (storgikóteris) στοργικότερου (storgikóterou) στοργικότερων (storgikóteron) στοργικότερων (storgikóteron) στοργικότερων (storgikóteron)
accusative στοργικότερο (storgikótero) στοργικότερη (storgikóteri) στοργικότερο (storgikótero) στοργικότερους (storgikóterous) στοργικότερες (storgikóteres) στοργικότερα (storgikótera)
vocative στοργικότερε (storgikótere) στοργικότερη (storgikóteri) στοργικότερο (storgikótero) στοργικότεροι (storgikóteroi) στοργικότερες (storgikóteres) στοργικότερα (storgikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοργικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοργικότατος (storgikótatos) στοργικότατη (storgikótati) στοργικότατο (storgikótato) στοργικότατοι (storgikótatoi) στοργικότατες (storgikótates) στοργικότατα (storgikótata)
genitive στοργικότατου (storgikótatou) στοργικότατης (storgikótatis) στοργικότατου (storgikótatou) στοργικότατων (storgikótaton) στοργικότατων (storgikótaton) στοργικότατων (storgikótaton)
accusative στοργικότατο (storgikótato) στοργικότατη (storgikótati) στοργικότατο (storgikótato) στοργικότατους (storgikótatous) στοργικότατες (storgikótates) στοργικότατα (storgikótata)
vocative στοργικότατε (storgikótate) στοργικότατη (storgikótati) στοργικότατο (storgikótato) στοργικότατοι (storgikótatoi) στοργικότατες (storgikótates) στοργικότατα (storgikótata)

Synonyms

[edit]