Jump to content

στοματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

στοματικός (stomatikósm (feminine στοματική, neuter στοματικό)

  1. oral (relating to the mouth)

Declension

[edit]
Declension of στοματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοματικός (stomatikós) στοματική (stomatikí) στοματικό (stomatikó) στοματικοί (stomatikoí) στοματικές (stomatikés) στοματικά (stomatiká)
genitive στοματικού (stomatikoú) στοματικής (stomatikís) στοματικού (stomatikoú) στοματικών (stomatikón) στοματικών (stomatikón) στοματικών (stomatikón)
accusative στοματικό (stomatikó) στοματική (stomatikí) στοματικό (stomatikó) στοματικούς (stomatikoús) στοματικές (stomatikés) στοματικά (stomatiká)
vocative στοματικέ (stomatiké) στοματική (stomatikí) στοματικό (stomatikó) στοματικοί (stomatikoí) στοματικές (stomatikés) στοματικά (stomatiká)

See also

[edit]