Jump to content

στοιχειώδης

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From στοιχεῖον (stoikheîon) +‎ -ώδης (-ṓdēs); compare στοιχώδης (stoikhṓdēs).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

στοιχειώδης (stoikheiṓdēsm or f (neuter στοιχείωδες); third declension

  1. (used especially of grammar) elementary

Declension

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: στοιχειώδης (stoicheiódis)

References

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)

Adjective

[edit]

στοιχειώδης (stoicheiódism (feminine στοιχειώδης, neuter στοιχειώδες)

  1. basic, elementary
    η στοιχειώδης εκπαίδευσηi stoicheiódis ekpaídefsielementary education
  2. (physics) fundamental (particle)

Declension

[edit]
Declension of στοιχειώδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειώδης (stoicheiódis) στοιχειώδης (stoicheiódis) στοιχειώδες (stoicheiódes) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδη (stoicheiódi)
genitive στοιχειώδους (stoicheiódous)
στοιχειώδη (stoicheiódi)
στοιχειώδους (stoicheiódous) στοιχειώδους (stoicheiódous) στοιχειωδών (stoicheiodón) στοιχειωδών (stoicheiodón) στοιχειωδών (stoicheiodón)
accusative στοιχειώδη (stoicheiódi) στοιχειώδη (stoicheiódi) στοιχειώδες (stoicheiódes) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδη (stoicheiódi)
vocative στοιχειώδη (stoicheiódi)
στοιχειώδης (stoicheiódis)
στοιχειώδης (stoicheiódis) στοιχειώδες (stoicheiódes) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδη (stoicheiódi)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοιχειώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοιχειώδης, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειωδέστερος (stoicheiodésteros) στοιχειωδέστερη (stoicheiodésteri) στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστεροι (stoicheiodésteroi) στοιχειωδέστερες (stoicheiodésteres) στοιχειωδέστερα (stoicheiodéstera)
genitive στοιχειωδέστερου (stoicheiodésterou) στοιχειωδέστερης (stoicheiodésteris) στοιχειωδέστερου (stoicheiodésterou) στοιχειωδέστερων (stoicheiodésteron) στοιχειωδέστερων (stoicheiodésteron) στοιχειωδέστερων (stoicheiodésteron)
accusative στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστερη (stoicheiodésteri) στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστερους (stoicheiodésterous) στοιχειωδέστερες (stoicheiodésteres) στοιχειωδέστερα (stoicheiodéstera)
vocative στοιχειωδέστερε (stoicheiodéstere) στοιχειωδέστερη (stoicheiodésteri) στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστεροι (stoicheiodésteroi) στοιχειωδέστερες (stoicheiodésteres) στοιχειωδέστερα (stoicheiodéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοιχειωδέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειωδέστατος (stoicheiodéstatos) στοιχειωδέστατη (stoicheiodéstati) στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατοι (stoicheiodéstatoi) στοιχειωδέστατες (stoicheiodéstates) στοιχειωδέστατα (stoicheiodéstata)
genitive στοιχειωδέστατου (stoicheiodéstatou) στοιχειωδέστατης (stoicheiodéstatis) στοιχειωδέστατου (stoicheiodéstatou) στοιχειωδέστατων (stoicheiodéstaton) στοιχειωδέστατων (stoicheiodéstaton) στοιχειωδέστατων (stoicheiodéstaton)
accusative στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατη (stoicheiodéstati) στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατους (stoicheiodéstatous) στοιχειωδέστατες (stoicheiodéstates) στοιχειωδέστατα (stoicheiodéstata)
vocative στοιχειωδέστατε (stoicheiodéstate) στοιχειωδέστατη (stoicheiodéstati) στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατοι (stoicheiodéstatoi) στοιχειωδέστατες (stoicheiodéstates) στοιχειωδέστατα (stoicheiodéstata)

Synonyms

[edit]