στιγμούλα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]στιγμή (stigmí, “moment”) + -ούλα (-oúla, “diminutive”)
Noun
[edit]στιγμούλα • (stigmoúla) f (plural στιγμούλες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιγμούλα (stigmoúla) | στιγμούλες (stigmoúles) |
genitive | στιγμούλας (stigmoúlas) | - |
accusative | στιγμούλα (stigmoúla) | στιγμούλες (stigmoúles) |
vocative | στιγμούλα (stigmoúla) | στιγμούλες (stigmoúles) |