From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /stiɣ.maˈti.zo/
Hyphenation: στιγ‧μα‧τί‧ζω
Old Hyphenation: στι‧γμα‧τί‧ζω
στιγματίζω • (stigmatízo ) (past στιγμάτισα , passive στιγματίζομαι )
to stigmatise ( UK ) , stigmatize ( US ) ; brand , label
to tarnish , disgrace
στιγματίζω στιγματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
στιγματίζω
στιγματίσω
στιγματίζομαι
στιγματιστώ
2 sg
στιγματίζεις
στιγματίσεις
στιγματίζεσαι
στιγματιστείς
3 sg
στιγματίζει
στιγματίσει
στιγματίζεται
στιγματιστεί
1 pl
στιγματίζουμε , [‑ομε ]
στιγματίσουμε , [‑ομε ]
στιγματιζόμαστε
στιγματιστούμε
2 pl
στιγματίζετε
στιγματίσετε
στιγματίζεστε , στιγματιζόσαστε
στιγματιστείτε
3 pl
στιγματίζουν (ε )
στιγματίσουν (ε )
στιγματίζονται
στιγματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
στιγμάτιζα
στιγμάτισα
στιγματιζόμουν (α )
στιγματίστηκα
2 sg
στιγμάτιζες
στιγμάτισες
στιγματιζόσουν (α )
στιγματίστηκες
3 sg
στιγμάτιζε
στιγμάτισε
στιγματιζόταν (ε )
στιγματίστηκε
1 pl
στιγματίζαμε
στιγματίσαμε
στιγματιζόμασταν , (‑όμαστε )
στιγματιστήκαμε
2 pl
στιγματίζατε
στιγματίσατε
στιγματιζόσασταν , (‑όσαστε )
στιγματιστήκατε
3 pl
στιγμάτιζαν , στιγματίζαν (ε )
στιγμάτισαν , στιγματίσαν (ε )
στιγματίζονταν , (στιγματιζόντουσαν )
στιγματίστηκαν , στιγματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα στιγματίζω ➤
θα στιγματίσω ➤
θα στιγματίζομαι ➤
θα στιγματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα στιγματίζεις , …
θα στιγματίσεις , …
θα στιγματίζεσαι , …
θα στιγματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … στιγματίσει έχω, έχεις, … στιγματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … στιγματιστεί είμαι , είσαι , … στιγματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … στιγματίσει είχα, είχες, … στιγματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … στιγματιστεί ήμουν , ήσουν , … στιγματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … στιγματίσει θα έχω, θα έχεις, … στιγματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … στιγματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στιγματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
στιγμάτιζε
στιγμάτισε
—
στιγματίσου
2 pl
στιγματίζετε
στιγματίστε
στιγματίζεστε
στιγματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
στιγματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας στιγματίσει ➤
στιγματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
στιγματίσει
στιγματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: στίγμα n ( stígma , “ stigma, disgrace ” )